Μερικά μωρά στην αρχή δυσκολεύονται να φάνε ή/και να πιουν. Μπορεί να φτύνουν, να αποφεύγουν τα νέα τρόφιμα ή να αρνούνται να φάνε ορισμένα φαγητά. Μπορεί να έχουν πρόβλημα να κρατήσουν φαγητό και υγρό στο στόμα τους. Αυτά τα ζητήματα είναι συνήθως φυσιολογικά και προσωρινά, αναλόγως με την ηλικία του παιδιού.
Ένα παιδί όπως που εμφανίζει διαταραχή στη σίτιση θα συνεχίσει να αντιμετωπίζει δυσκολίες. Το 25% όλων των παιδιών θα αντιμετωπίσουν δυσκολίες στη σίτιση κατά τη βρεφική και πρώιμη παιδική ηλικία, γεγονός το οποίο μπορεί να επηρεάσει τη συνολική υγεία και ανάπτυξή τους.
Όταν σε ένα μωρό δεν αρέσουν οι στερεές τροφές, είναι εύκολο να υποθέσει κανείς ότι παρουσιάζει «επιλεκτικότητα». Αλλά η «κακή» σίτιση διαφέρει από την επιλεκτική διατροφή, η οποία συνήθως δεν ξεκινά μέχρι το μωρό σας να γίνει νήπιο. Ένα μωρό μπορεί να έχει πρόβλημα σίτισης όταν δεν μπορεί να φάει ή να πιει αρκετά από τα κατάλληλα τρόφιμα για να παραμείνει υγιές.
Τα προβλήματα σίτισης μπορεί να περιλαμβάνουν κάποιες φορές και δυσκολία στην κατάποση ή αλλιώς δυσφαγία. Πρόκειται για την αδυναμία της τροφής ή του υγρού να περάσει εύκολα από το στόμα στο λαιμό και μέσω του οισοφάγου στο στομάχι. Η δυσφαγία ορισμένες φορές μπορεί να οδηγήσει σε εισρόφηση, η οποία μπορεί να προκαλέσει πνευμονία και/ή άλλες σοβαρές πνευμονολογικές παθήσεις.
Πώς θα καταλάβετε εάν ένα μωρό έχει πρόβλημα ή διαταραχή στη σίτιση; Μερικά συχνά χαρακτηριστικά που μας ανησυχούν, περιλαμβάνουν:
Αρνείται να φάει και να πιει
Δεν παίρνει βάρος ή δεν μεγαλώνει όπως αναμένεται
Τεντώνει τον κορμό του προς τα πίσω ή σφίγγεται κατά τη σίτιση ( κυρίως τα βρέφη)
Κλάματα ή φασαρίες όταν τρώει
Συνήθως χρειάζεται πολύς χρόνος για να φάει (πάνω από 30 λεπτά)
Αποκοιμάται ή δεν είναι σε εγρήγορση όταν τρώει
Αποφεύγει τροφές με συγκεκριμένη υφή ή γεύση
Έχει πολλά σάλια, βήχει ή αναγουλιάζει όταν τρώει
Έχει προβλήματα μάσησης ή/και κατάποσης
Δυσκολεύεται να αναπνεύσει ενώ τρώει και πίνει
Συχνά φτύνει το φαγητό ή κάνει εμετό
Έχει βραχνή ή υγρή φωνή κατά τη διάρκεια ή μετά τη σίτιση
Οι δυσκολίες σίτισης στα μωρά μπορεί κάποιες φορές να προκύψουν λόγω των προκλήσεων του θηλασμού. Οι σύμβουλοι γαλουχίας μπορούν να διδάξουν τους γονείς πώς να ταΐζουν το μωρό και να τους βοηθήσουν σε περιπτώσεις επώδυνου θηλασμού, χαμηλής παραγωγής γάλακτος και άλλα αντίστοιχα θέματα.
Η κακή σίτιση μπορεί επίσης να προκληθεί από προσωρινές ασθένειες, συμπεριλαμβανομένων λοιμώξεων του αυτιού και κρυολογήματος. Αυτά μπορεί να κάνουν τη σίτιση δυσάρεστη για τα μωρά και κανονικά θα πρέπει να σταματήσουν όταν αντιμετωπιστεί η ασθένεια. Άλλοι παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν την ικανότητα του μωρού να τρέφεται είναι το άγχος, ο πόνος από την οδοντοφυΐα και οι παρενέργειες φαρμακευτικής αγωγής.
Τα μωρά με ορισμένα προβλήματα υγείας ή καταστάσεις μπορεί επίσης να έχουν δυσκολίες στη σίτιση. Μερικές πιθανές αιτίες για προβλήματα σίτισης και κατάποσης των βρεφών περιλαμβάνουν:
Προωρότητα, χαμηλό βάρος γέννησης
Εγκεφαλική παράλυση
Δομικές ανωμαλίες (σχιστία χείλους, σχιστία υπερώας)
Παλινδρόμηση ή άλλα στομαχικά προβλήματα
Αναπνευστικά προβλήματα (πχ άσθμα)
Καρδιολογικές παθήσεις
Διαταραχές κεντρικού νευρικού συστήματος ή μυών (πχ μυϊκή δυστροφία)
Αναπτυξιακές καθυστερήσεις ή αναπηρίες (πχ αυτισμός)
Εάν αφεθούν χωρίς θεραπευτική παρέμβαση, τα προβλήματα σίτισης ίσως επηρεάσουν αρνητικά την υγεία του μωρού σας. Ο υποσιτισμός αποτελεί κορυφαία ανησυχία. Τα μωρά πρέπει να τρέφονται επαρκώς και να προσλαμβάνουν τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά για να αναπτυχθούν σωστά.
Τα προβλήματα σίτισης μπορούν επίσης να θέσουν τα βρέφη σε κίνδυνο για αφυδάτωση, εισρόφηση, πνευμονία ή άλλες πνευμονολογικές λοιμώξεις και καθυστερημένη σωματική και πνευματική ανάπτυξη που μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα ομιλίας, γνωστικής και συμπεριφορικής ανάπτυξης.
Όσο νωρίτερα αντιμετωπιστεί το πρόβλημα, τόσο καλύτερο είναι το μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα. Η θεραπευτική παρέμβαση για τις διαταραχές σίτισης ποικίλλει ανάλογα με το τι προκαλεί το πρόβλημα καθώς και τα εμφανιζόμενα συμπτώματα. Μια ομαδική προσέγγιση, συμπεριλαμβανομένου του παιδιάτρου, του διατροφολόγου και του λογοθεραπευτή, είναι συχνά ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης αυτών των προβλημάτων.
Για παράδειγμα, τα μωρά και τα παιδιά με δυσφαγία είναι συχνά σε θέση να καταπίνουν παχύρρευστα υγρά και μαλακές τροφές καλύτερα από τα αραιά υγρά. Ένας εξειδικευμένος λογοθεραπευτής μπορεί να προτείνει τεχνικές παρέμβασης που μπορεί να βοηθήσουν στη βελτίωση των προβλημάτων κατάποσης.
Η θεραπευτική παρέμβαση μπορεί επίσης να περιλαμβάνει φάρμακα για την παλινδρόμηση, δοκιμή διαφορετικών τροφών ή υφών, αλλαγή της θερμοκρασίας του φαγητού, αλλαγή του προγράμματος σίτισης (π.χ. μικρότερα, πιο συχνά γεύματα), αλλαγή της θέσης του παιδιού ενώ τρώει ή/και αλλαγή μεθόδων σίτισης. Σε σοβαρές περιπτώσεις, το παιδί ίσως χρειαστεί να λάβει την τροφή του με εναλλακτικά μέσα, όπως μέσω ενός σωλήνα σίτισης.
Εάν πιστεύετε ότι ένα μωρό αντιμετωπίζει προβλήματα με τη σίτιση, ενημερώστε αμέσως τον γιατρό του και την ομάδα που το παρακολουθεί. Ενώ τα προβλήματα σίτισης είναι συνήθως μικρά, ο παιδίατρος θα θέλει να αποκλείσει ένα υποκείμενο ιατρικό πρόβλημα.
Comments